Το Ροδολίβος είναι κωμόπολη του Νομού Σερρών και έδρα του Δήμου Αμφίπολης. Παλαιότερα ήταν έδρα του ομώνυμου δήμου, της επαρχίας Φυλλίδος. Γεωγραφικά τοποθετείται νοτιοανατολικά των Σερρών, στους πρόποδες του Παγγαίου σε υψόμετρο 351 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας κι έχει μόνιμο πληθυσμό 2.072 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2011.
Στο Ροδολίβος υπάρχουν και λειτουργούν στοιχειώδεις υποδομές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως Βρεφονηπιακός Σταθμός, Νηπιαγωγείο, Ολοήμερο πρότυπο Δημοτικό Σχολείο, Γυμνάσιο και Λύκειο. Το κέντρο Υγείας που λειτουργεί στην έδρα του Δήμου, παρέχει υγειονομική περίθαλψη στους δημότες αλλά και τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Έχει ακόμη Αστυνομικό σταθμό, Πυροσβεστικό Κλιμάκιο, Ειρηνοδικείο, συμβολαιογραφείο με Υποθηκοφυλακείο και Ταχυδρομείο.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Ροδολίβος κατοικήθηκε από τους αρχαίους ακόμη χρόνους και άκμασε σε όλες σχεδόν τις φάσεις της αρχαίας και νεότερης μας ιστορίας. Όσον αφορά την προέλευση της ονομασίας του και με βάση την ετυμολογία της λέξης υπάρχουν τρεις εκδοχές.
Η πρώτη εκδοχή αναφέρει ότι ο όρος προήλθε από τα τριαντάφυλλα ή ρόδα και λειβάδεια (= Ροδολείβος). Γύρω στο 50 μ.Χ., όλη η περιοχή των Φιλίππων καλλιεργούνταν με τριανταφυλλιές και οι κάτοικοι του Ροδολίβους και του Παγγαίου μετέφεραν από εκεί ριζώματα ή μοσχεύματα και επιδίδονταν με πολύ ενδιαφέρον στην καλλιέργεια αυτή. Ήταν λοιπόν η περιοχή αυτή ένα απέραντο λειβάδι από τριανταφυλλιές. Έτσι, όταν ο Απόστολος Παύλος διερχόμενος από την περιοχή αυτή πληροφορήθηκε για τις τριανταφυλλιές, γνωστές από τη βοτανική (ροδή ή τριανταφυλλή), ονόμασε το χωριό Ροδολείβος (δηλ. Ρόδον + Λειβάδι).
Σύμφωνα με την παράδοση του τόπου, διακριτό παραμένει μέχρι σήμερα το σημείο στο οποίο οι κάτοικοι του Ροδολίβους αποχαιρέτησαν τον Απόστολο Παύλο καθώς οδεύει για την Αμφίπολη για να διδάξει το λόγο του. Το σημείο αυτό βρίσκεται ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό στην τοποθεσία «τοπόλος», που ονομάστηκε έτσι από την παράφραση των λέξεων «Του Παύλου», γαλλικά dePaul, λατινικά Polo και στη συνέχεια ντεπόλος – Τοπόλος.
Η δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι ο όρος προέρχεται από Ρόδα + Λιβάς = Ροδολίβος. Η λέξη «λιβάς» σημαίνει σταλαγματιά, γιατί τα ροδοπέταλα των τριαντάφυλλων αποστάζονταν και έδιναν το τριανταφυλλόνερο σε πρώτη φάση και ίσως σε δεύτερη το ροδέλαιο σε αυτοσχέδιους αποστακτήρες (άμβυκες – καζάνια).
Μια τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι η ονομασία του προέρχεται από το ρήμα «λίβω» και «ρόδον», το σύμβολο του μουσικού Ορφέα που έζησε στην περιοχή. Εκεί βρίσκονταν τα αρχαία «Λειβρήθατα», που κατοικήθηκαν από Πιερείς και Θράκες τον 8ο αιώνα π.Χ. και αργότερα μετονομάστηκαν σε «Λείβηθρον Ρόδα». Μάλιστα κάτω από το έδαφος του περνούσε η Εγνατία οδός κατά την Ρωμαϊκή Περίοδο, η οποία ενώνει την Αμφίπολη με τους Φιλίππους.
Αξίζει βέβαια να αναφερθεί ότι το Ροδολίβος ήταν η γενέτειρα του Οικουμενικού Πατριάρχη Νεόφυτου του Η’.
Το Ροδολίβος είναι ένας από τους πιο παλιούς και αξιόλογους οικισμούς του Παγγαίου και μπορεί να χαρακτηριστεί παραδοσιακός από τη στιγμή που αποτελείται σε ποσοστό 40% από σπίτια χτισμένα πριν το 1920. Η δεκαετία του 1920 χαρακτηρίζεται ως «Η χρυσή δεκαετία», καθώς το Ροδολίβος γνωρίζει τεράστια οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη λόγω της καλλιέργειας και της επεξεργασίας του καπνού. Την εποχή εκείνη λειτουργούσαν 7 καπνομάγαζα (χώροι επεξεργασίας του καπνού), που απασχολούσαν περίπου 2000 καπνεργάτες. Την ευημερία των κατοίκων του χωριού τη φανερώνουν τα υπέροχα και επιβλητικά νεοκλασικά κτίρια, που χτίστηκαν την δεκαετία του ’20, αρκετά από τα οποία σώζονται ακόμη και σήμερα. Ακόμη ιδρύονται σύλλογοι (Αθλητικοί, Μουσικοδραματικός, Ορειβατικός), οι οποίοι δίνουν συναυλίες, ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, διοργανώνουν αθλητικούς αγώνες συμβάλλοντας γενικότερα στην πολιτιστική άνθηση του τόπου.
Εκτός όμως από αυτά, υπήρχε στο Ροδολίβος και εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος το οποίο σώζεται ως σήμερα (ο γνωστός μύλος του Ναλμπάντη).
Την εποχή αυτή το Ροδολίβος πλησιάζει τους 7000 κατοίκους, οι οποίοι εξυπηρετούνταν από τα πάρα πολλά καταστήματα όπως υφασματοπωλεία, ξενοδοχεία, ιατρεία, οδοντιατρεία, φαρμακεία, φορολογικά και ασφαλιστικά γραφεία πρακτορεία αυτοκινήτων κ.ά.
Η περίοδος όμως της ακμής και της οικονομικής ευμάρειας δεν κρατάει για πολύ. Η διεθνής οικονομική κρίση, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ο εμφύλιος που ακολουθεί, επηρεάζουν και το Ροδολίβος. Έτσι ο πληθυσμός της κωμόπολης ανέρχεται στις 5000 περίπου τη δεκαετία του ’50. Από τη δεκαετία του ’60 και ύστερα, αρχίζει η μετανάστευση που μειώνει ακόμη περισσότερο τον πληθυσμό του Ροδολίβους.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ – ΑΡΧΑΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ
Η περιοχή του Ροδολίβους φαίνεται να κατοικήθηκε από πολύ νωρίς δεδομένου ότι ευνοούσε την εκμετάλλευση μεγάλης και αρκετά εύφορης πεδινής ενδοχώρας, ενώ παράλληλα εξασφάλιζε σε περίοδο επιδρομών τις φύσει οχυρές θέσεις των ορεινών όγκων του Παγγαίου για ασφαλή εγκατάσταση.
Επιγραφές Ρωμαϊκών χρόνων από το Ροδολίβος και την περιοχή του σε συνδυασμό με την ύπαρξη επιφανειακών ευρημάτων (ερείπια κτισμάτων, διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, όστρακα, νομίσματα) υστερορρωμαϊκών – παλαιοχριστιανικών χρόνων, οδήγησαν στην εντόπιση τριών οικισμών της εποχής αυτής.
α) Οικισμός Αγίου Αθανασίου
Ο πλησιέστερος, προς το Ροδολίβος, οικισμός εντοπίσθηκε στο μακρόστενο και εκτεταμένο λόφο του Αγίου Αθανασίου, κείμενο στη βόρεια πλευρά του Δήμου. Στο δυτικό τμήμα του λόφου, επάνω σε μεγάλο βραχώδες έξαρμα, υπάρχουν συστάδες επιμελημένων λαξευτών σπηλαίων, με κατόψεις διαφόρων σχημάτων, τα περισσότερα από τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με υπόγειους λαξευτούς διαδρόμους.
Παρόμοια λαξευτά σε βράχο σπήλαια νεκρικού χαρακτήρα, στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας, βρέθηκαν στην Τάπειτο (περιοχή Παραδείσου Ν. Καβάλας), στο Σιδηρόκαστρο και στη θέση Γκαϊλέ ΒΑ του χωριού Δαφνούδι Σερρών, όπου εντοπίστηκε, από τον υπογράφοντα, (Ζήκο Νικόλαο), οικισμός της ύστερης εποχής του χαλκού. Σε ευρύχωρο κοίλωμα του βραχώδους εξάρματος αποκαλύφθηκαν, σε εργασίες ισοπέδωσης αμπελιού, τμήματα τοίχων κτισμένων με πέτρες που δένονται με ισχυρό κονίαμα. Ίχνη μαρμαρόστρωτου δαπέδου, τμήματα ακόσμητων θωρακίων, απότμημα κιονίσκου που βρέθηκαν μεταξύ των αποκαλυφθέντων τοίχων προϋποθέτουν την ύπαρξη κτίσματος. Η ίδρυσή του μέσα στην περιοχή των λαξευτών σπηλαίων, που θεωρήθηκε ως χώρος νεκροταφείου του οικισμού, οδηγεί στο πιθανό συμπέρασμα ότι πρόκειται για κοιμητηριακό κτίσμα – ναό. Η ανεύρεση, στην περιοχή του κτίσματος, ακέραιου σχεδόν πήλινου αγγείου υστερορρωμαϊκής φόρμας και χάλκινου νομίσματος του Θεοδοσίου Α’ (379 – 395 μ.Χ. ) είναι ενδείξεις για τη χρονολόγηση του κτίσματος στην εποχή αυτή.
Οι πληροφορίες χωρικών για αποκαλύψεις λαξευτών σπηλαίων (τάφων) στη νότια πλευρά του λόφου σε συσχέτιση με την ύπαρξη δυσδιάκριτων τοίχων στην επιφάνεια του εδάφους σε διάφορα σημεία του λόφου του Αγίου Αθανασίου ορίζουν κάπως τα όρια του οικισμού που θα πρέπει να εκτεινόταν σε όλο το μήκος του λόφου.
β) Οικισμός στη θέση “Καλές”
Η θέση του δεύτερου οικισμού επισημάνθηκε στον πρώτο, προς το Ροδολίβος, ορεινό όγκο του Παγγαίου, γνωστό στους ντόπιους με το όνομα “Καλές” (τουρκ. Φρούριο ), σε απόσταση 1,5 χλμ. ανατολικά του Δήμου, σε υψόμετρο 600 μ.
Η κορυφή του φύσει οχυρού λόφου περιβάλλεται από ερείπια οχύρωσης κτισμένης με αργολιθοδομή. Με βάση τα κατά τόπους σωζόμενα ερείπια, η περίμετρος της οχύρωσης με σχήμα που ακολουθεί την καμπή του λόφου, ξεπερνά τα 600 μ. Στη δυτική πλευρά του περιβόλου διακρίνονται λείψανα ορθογωνιόσχημου πύργου, εσωτερικών διαστάσεων 3,20 Χ 2,70, με πάχος τείχους 1,50 μ. Το καλύτερα σωζόμενο τμήμα βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της οχύρωσης, όπου το ύψος φθάνει τα 3 μ.
Τμήμα της νότιας πλευράς φαίνεται ότι ήταν ατείχιστο, αφού η ύπαρξη γκρεμού βάθους 100 μ. στο σημείο αυτό καθιστούσε την οχύρωσή της περιττή.
Στον εσωτερικό χώρο του περιβόλου διακρίνονται αρκετά ερείπια κτισμάτων του οικισμού, που δεν θα πρέπει να εκτεινόταν έξω από την οχύρωση. Κομμάτια από μεγάλα πιθάρια, πολυάριθμα όστρακα, άβαφα στο σύνολό τους, υστερορρωμαϊκών – παλαιοχριστιανικών χρόνων με ραβδώσεις και χαράξεις στις επιφάνειές τους που βρίσκονται διασκορπισμένα σε όλο τον εσωτερικό χώρο της οχύρωσης αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για τη χρονολόγηση του οικισμού.
Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από τον εντοπισμό, μετά από λαθρανασκαφές, τμήματος του νεκροταφείου του οικισμού, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση ανατολικά του περιβόλου και αποτελείται από θηκοειδείς – κιβωτιόσχημους τάφους με θήκες που ορίζονται από ακατέργαστες πλάκες.
Η ανεύρεση δυο χάλκινων νομισμάτων εποχής Κωνσταντίνου Β’ (337-361 μ.Χ.) προερχόμενων από τα χώματα της θήκης ενός τάφου βοηθούν στη χρονολόγηση του νεκροταφείου και κατ’ επέκταση του οικισμού. Μεταξύ του λόφου “Καλές” και των προς τα νότια βρισκόμενων λόφων του Παγγαίου δημιουργείται ευρύχωρο οροπέδιο που αποτελούσε πιθανότατα την καλλιεργήσιμη περιοχή του υστερορρωμαϊκού – παλαιοχριστιανικού οικισμού. Στο οροπέδιο αυτό την υστεροβυζαντινή εποχή αναπτύχθηκε μικρός αγροτικός οικισμός που ταυτίζεται με το αναφερόμενο στα πρακτικά της μονής Ιβήρων του Αγίου όρους τοπωνύμιο Βορισκός.
γ) Οικισμός στη θέση “Κουριά”
Ενδείξεις για την εντόπιση του τρίτου οικισμού υπάρχουν στη θέση “Κουριά” σε απόσταση 800 μ. ΝΑ του Ροδολίβους στους πρόποδες του Παγγαίου, όπου το 1977 αποκαλύφθηκε κτιστός, ορθογώνιος στην κάτοψη, καμαροσκέπαστος τάφος παλαιοχριστιανικής εποχής. Στην περιοχή διακρίνονται λαξευτά σπήλαια, που μοιάζουν με αυτά του Αγίου Αθανασίου και αποτελούν πιθανότατα τμήμα εκτενέστερου υστερορρωμαϊκού νεκροταφείου. Τρία χάλκινα νομίσματα, νομισματοκοπείου Φιλίππων, εποχής Αυγούστου (27 π.Χ. – 14 μ.Χ. ) από την επιφάνεια του εδάφους της περιοχής είναι ένδειξη ότι ο οικισμός υπήρχε ήδη από τον 1ο μ.Χ. αιώνα και αποτελούσε πιθανότατα περιοικίδα (vicus) της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων.
Σε κοντινή από τον καμαροσκέπαστο παλαιοχριστιανικό τάφο απόσταση, βρέθηκε πέτρινη πλάκα με δυσδιάκριτη πρόχειρα χαρακτή επιτύμβια επιγραφή, η οποία χρονολογείται στο 131 μ.Χ. και μνημονεύει το όνομα του νεκρού Διοσκουρίδη, όνομα γνωστό και από άλλες επιγραφές της περιοχής. Με τον όρο “Κουριά” υποδηλώνεται συνήθως μια δασωμένη περιοχή. Εκτός από τα παραπάνω επιφανειακά ευρήματα των εντοπισθέντων οικισμών στο σημερινό οικιστικό χώρο του Δήμου υπάρχουν τα εξής μαρμάρινα μέλη:
1. Πώμα μαρμάρινης σαρκοφάγου ρωμαϊκών χρόνων, διαστάσεων 2,15 (μήκος) Χ 1 (πλάτος) σχήματος τριγωνικού πρίσματος του οποίου οι γωνίες απολήγουν σε προεξέχοντα ακρωτήρια. Σήμερα πακτωμένο κοντά σε στόμια πηγαδιού χρησιμοποιείται για λεκάνη (γούρνα) πλυσίματος ρούχων και για ποτίστρα ζώων.
2. Ιωνίζον, με επίθημα, κιονόκρανο, που το προσκέφαλό του κοσμείται με συστρεφόμενες έλικες. Από τις πλευρές του επιθήματος διακοσμείται μία μόνο πλευρά με ανάγλυφο σταυρό. Πρόκειται για γνωστό τύπο επερχιακού κιονόκρανου χρονολογούμενου στον 6ο μ.Χ. αιώνα.
3. Αμφικιονίσκος παραθύρου ύψους 1,02 μ. προερχόμενος πιθανότατα από παράθυρο κόγχης παλαιοχριστιανικού ναού.
4. Τμήμα κίονα σωζόμενου ύψους 1,10 μ.
5. Αποσπασματική επιτύμβια επιγραφή, διαστάσεων 0,52 Χ 0,54 , εντοιχισμένη στην εξωτερική όψη της κόγχης του ναού των Αγίων Ταξιαρχών.